Νέες θεωρήσεις και προκλήσεις για την ενιαία εκπαίδευση όλων των μαθητών με ή χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες
Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες του ΟΗΕ, που η Ελλάδα κύρωσε πρόσφατα με τον Νόμο 4074/2012 (ΦΕΚ 88 / τΑ΄ / 11-04-2012), καθώς και ο σχετικός Νόμος 3699/2008 όπως αυτός τροποποιήθηκε πρόσφατα βάσει του άρθρου 39 παράγραφος 4 του Νόμου 4115/2013 εκφράζουν την αλλαγή των στάσεων και της πολιτικής προς τα άτομα με αναπηρία που αφορά σε μία ριζική μετατόπιση από το λεγόμενο «ιατρικό πρότυπο» προσέγγισης της αναπηρίας (εστιασμένο στην διαφοροδιάγνωση της πάθησης και ανάλογης κοινωνικής προστασίας) σε ένα πρότυπο με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων - εστιασμένο στα κοινωνικά εμπόδια ίσων ευκαιριών και συμμετοχής.
Η ουσιαστική και λειτουργική ένταξη δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως προσαρμογή των επιμέρους ατόμων ή ομάδων σε υπάρχουσες δομές (Ζώνιου-Σιδέρη, 2000). Ενσωμάτωση σημαίνει αμοιβαιότητα, αλληλοκατανόηση, αλληλεπίδραση και γίνεται αντιληπτή με την κοινωνικοποίηση Η Συμπερίληψη και η Ανάπτυξη του Σχολείου για Όλους (Inclusive education) θεωρείται από την ΕΕ ως μία από τις σημαντικότερες εκπαιδευτικές προτεραιότητες και προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ποιότητας και της ισότητας στην εκπαίδευση Όμως στην πράξη, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της ΕΕ, διατηρούνται δομές και πρακτικές που εστιάζονται στην παραδοσιακή ειδική αγωγή και η εκπαίδευση των μαθητών με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες περιορίζεται βασικά - αν όχι αποκλειστικά - στην ιατρικού τύπου διαφοροδιάγνωση και διάγνωση ατομικών ενδογενών αδυναμιών ή διαταραχών που θεωρείται ότι προκαλούν τις μαθησιακές δυσκολίες. Οι συνέπειες είναι πολλαπλές και αρνητικές στην εκπαίδευση των μαθητών με αναπηρία ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το κοινό σχολείο συνήθως δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μαθητή με αναπηρία ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και το σύστημα ειδικής αγωγής το αντικαθιστά από την ευθύνη της εκπαίδευσης όλων των μαθητών. Αφίσα ημερίδας |
Όλη η διαδικασία εντοπισμού και αξιολόγησης των αναγκών γίνεται βασικά εκτός του κοινού σχολείου και εστιάζεται στην κατηγοριοποίηση των μαθητών με βάση την πάθηση και όχι στην υποστήριξη. Στόχος είναι να προσαρμοσθεί το παιδί με αναπηρία ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο σχολείο και όχι να προσαρμοσθεί το σχολείο στις ιδιαιτερότητές του. Στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο προβλέπεται η εκπαίδευση των μαθητών με αναπηρίες ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είτε σε ειδικά σχολεία ή/και η δυνατότητα συνεκπαίδευσης αυτών των μαθητών στο γενικό σχολείο, είτε με τη μορφή παράλληλης στήριξης, είτε με τη φοίτηση στα τμήματα ένταξης.
Σήμερα ωστόσο, η Ειδική Αγωγή διεθνώς δεν ορίζεται πλέον ως ένα διαφοροποιημένο σχολείο και συνεπώς διαφοροποιημένο πρόγραμμα σπουδών, αλλά σαν επιπρόσθετες ειδικές υπηρεσίες, τόσο παιδαγωγικές, όσο και σχολικές ψυχολογικές υπηρεσίες υποστήριξης του κοινού συμβατικού σχολείου για συμπερίληψη όλων των μαθητών και υπηρεσίες αντιμετώπισης των εμποδίων εκπαίδευσης και υποστήριξης των μαθητών αυτών, αλλά και των οικογενειών τους. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα οι μαθητές στο σύνολό τους να επωφελούνται από τις αναγκαίες υποστηρικτικές υπηρεσίες, αλλά και τις γνώσεις του επιστημονικού επαγγελματικού δυναμικού των στελεχών της ειδικής αγωγής. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για την ποιοτική και ουσιαστική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών παιδείας στους μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Φυσικά, χρειάζεται να γίνουν ακόμα πολλά, για να φτάσουμε στο σημείο να μιλάμε για ισότιμη συμμετοχή και συνεκπαίδευση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η συνεκπαίδευση (inclusion), ως μετεξέλιξη της ιδέας της ένταξης (integration), αποτελεί μια καινούρια θεωρητική προσέγγιση με πρακτικές που λαμβάνουν υπόψη τους όλα τα άτομα σε μια κοινωνία που αναγνωρίζει το δικαίωμα όλων των παιδιών και των νέων ανθρώπων «να μοιράζονται ένα κοινό εκπαιδευτικό περιβάλλον, τόσο ομοιόμορφο όσο και διαφορετικό» |